- ναματιαίος
- ναματιαίος, -α, -ον (Α)(για νερό) αυτός που τρέχει, ιδίως από πηγή, ο τρεχούμενος («ὑδάτων ναματιαίων», Αισχίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. λειμματ-ιαίος, σωματ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναματιαῖον — ναματιαῖος flowing masc acc sg ναματιαῖος flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναματιαίων — ναματιαῖος flowing fem gen pl ναματιαῖος flowing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναματιαῖα — ναματιαῖος flowing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναματιαίοις — ναματιαῖος flowing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναματιαίου — ναματιαῖος flowing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναματιαίῳ — ναματιαῖος flowing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՎՏԱԿԱՅԻՆ — ( ) NBH 2 0832 Chronological Sequence: 6c ναματιαῖος scaturiens, manans, fluens. Նոյն ընդ վ. (=ՎՏԱԿԱՀՈՍ) *Եւ է ըմպելի սոցա վտակային ջուր ինքնախաղաց. Փիլ. տեսական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)